ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
μαραντάμυλο — το το γνωστό με την ονομασία αρραρούτι εξαιρετικής ποιότητας και θρεπτικότατο άμυλο που εξάγεται από τα κονδυλώδη ριζώματα ορισμένων ειδών τού γένους φυτών μαράντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαράντα + άμυλο] … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
αγριοπετεινός — Ο άγριος πετεινός, o αγριοκόκορας. Στη βοτανική ονομάζεται έτσι και το φυτό γλαδίολος ο αρουραίος (cladiolus segetum), της οικογένειας των ιριδιδών. Πρόκειται για πολυετή πόα, βολβόρριζη, με βολβό κονδυλώδη και ύψος 30 80 εκ. Έχει φύλλα σπαθωτά… … Dictionary of Greek
αρίσαρο — (arisarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Περιλαμβάνει 3 είδη, από τα οποία το α. το κοινό φυτρώνει και στην Ελλάδα, γνωστό ως λύχνος, λυχναράκι, δρακοντιά και κατσουλίτσα. Το… … Dictionary of Greek
Βολς — (Wols, Βερολίνο 1913 – Παρίσι 1951). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ζωγράφου Βόλφγκανγκ Σούλτσε (Wolfgang Schulze). Σπούδασε στο Μπαουχάους με τον Μις Βαν ντερ Ρόε και τον Μόχολι Νάγκι. Το 1933 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το 1936 έως το … Dictionary of Greek
βριονία — (bryonia). Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των κουκουρβιτιδών ή κολοκυνθιδών. Έχει έρποντα ή αναρριχώμενο βλαστό, κονδυλώδη ρίζα, παλαμοειδή ή καρδιοειδή φύλλα και μονογενή άνθη, μόνοικα ή δίοικα. Είναι ιθαγενές της… … Dictionary of Greek
μαραντίδες — (marantaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των ζιγγιβερωδών, συγγενή προς τις οικογένειες των ζιγγιβεριδών και των καννιδών. Περιλαμβάνει ποώδη και μερικά αναρριχώμενα, ριζωματώδη φυτά, αυτοφυή κυρίως στις τροπικές περιοχές. Τα… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek